φορειαφόρος

φορειαφόρος
και φορεαφόρος και φοριοφόρος, ὁ, Α
δούλος που μετέφερε φορτίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φορεῖον / φόριον + -φόρος*. Το -α- τών τ. για μετρικούς λόγους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φορειαφόρους — φορειαφόρος litter bearer masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φορεαφόρος — ὁ, Α βλ. φορειαφόρος …   Dictionary of Greek

  • φοριοφόρος — ὁ, Α βλ. φορειαφόρος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”